- ρακοσυλλέκτης
- ο, θηλ. ρακοσυλλέκτρια, Ναυτός που συλλέγει κουρέλια για να τά πουλήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράκος «κουρέλι» + συλλέκτης (< συλλέγω). Το αρσ. ρακοσυλλέκτης μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή ενώ το θηλ. ρακοσυλλέκτρια από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.